- δαμαλήσιος
- -ια, -ιοαυτός που ανήκει σε δαμάλι ή δαμάλα ή προέρχεται απ' αυτά.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
-ήσιος — κατάληξη επιθέτων τής αρχαίας μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής. Στην Αρχαία η κατάλ. ήσιος εμφανίζεται, κυρίως, αφ ενός μεν σε θέματα με χαρακτήρα οδοντικό (πρβλ. βιοτήσιος, φιλοτήσιος κ.ά.), αφ ετέρου δε σε επίθετα που έχουν χρονική σημασία (πρβλ … Dictionary of Greek
δαμάλειος — α και ος, ο 1. ο δαμαλήσιος 2. φρ. «δαμάλειος ύλη» το περιεχόμενο τών φλυκταινών αγελάδων που πάσχουν από δαμαλίδα με το οποίο παρασκευάζεται το εμβόλιο κατά τής ευλογιάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < δάμαλις. Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στην εφημερίδα… … Dictionary of Greek